ἀγρυπνῇ

ἀγρυπνῇ
ἀγρυπνέω
lie awake
pres subj mp 2nd sg
ἀγρυπνέω
lie awake
pres ind mp 2nd sg
ἀγρυπνέω
lie awake
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • бъдѣти — БЪ|ДѢТИ (119), ЖОУ ( ЖДОУ), ДИТЬ гл. 1.Бодрствовать: Аште въ грѣсѣхъ въпадъ къто състарѣѥть сѩ. ни постити сѩ можеть ни на жестоцѣ лѣгати. ни бъдѣти. (ἀγρυπνῆσαι) Изб 1076, 196 об.; и бъд˫аше по вс˫а нощи въ славословлении б҃жии. ЖФП XII, 31в;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εξυπνισμός — ἐξυπνισμός, ο (AM) η εγρήγορση, η άγρυπνη παρακολούθηση …   Dictionary of Greek

  • επαγρύπνηση — η (AM ἐπαγρύπνησις) [επαγρυπνώ] άγρυπνη προσοχή σε κάτι, επιτήρηση, φύλαξη, συνεχής φροντίδα για κάτι αρχ. αγρυπνία …   Dictionary of Greek

  • θυννοσκοπία — θυννοσκοπία, ἡ (Α) [θυννοσκόπος] 1. παρακολούθηση τών κινήσεων τών τόν(ν)ων 2. μτφ. άγρυπνη προσοχή …   Dictionary of Greek

  • παραφυλακή — ἡ, ΜΑ 1. η ασφαλής φρούρηση, η διαφύλαξη 2. η άγρυπνη προσοχή 3. φρουρά, φύλακες 4. το έργο και η υπηρεσία τής αστυνομίας ή τής φρουράς 5. βάρδια, χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτελείται η φρούρηση 6. παρατήρηση …   Dictionary of Greek

  • προσέδρα — ἡ, Α άγρυπνη επιμέλεια, προσεδρ(ε)ία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἕδρα (πρβλ. καθ έδρα)] …   Dictionary of Greek

  • προσεδρεία — και ποιητ. τ. προσεδρία, ἡ, ΜΑ [προσεδρεύω] 1. το να κάθεται, το να παραμένει κανείς κοντά σε κάτι 2. πολιορκία, αποκλεισμός («οἱ Ἀθηναῑοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον οἱ πολλοί», Θουκ.) 3. διαρκής προσοχή, συνεχής προσπάθεια, μεγάλη επιμέλεια …   Dictionary of Greek

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • Θερβάντες Σααβέντρα, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Saavedra Cervantes, Αλκαλά ντε Ενάρες, Μαδρίτη 1547 – 1616). Ισπανός συγγραφέας. Ο Θ. έζησε κατά την ιστορική περίοδο της νίκης της Ισπανίας στη Ναύπακτο και της ήττας της Αήττητης Αρμάδας του Φίλιππου B’. Έλαβε ενεργό μέρος στα… …   Dictionary of Greek

  • Καλιφόρνια — I (California). Πολιτεία (411.047 τ. χλμ., 35.116.033 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, πρώτη σε πληθυσμό και τρίτη σε έκταση μετά την Αλάσκα και το Τέξας. Συνορεύει με τις πολιτείες Όρεγκον στα Β, Νεβάδα στα Α, Αριζόνα στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”